Αν μπορούσα

Αν μπορούσα να ξαναγίνω μικρή, θα ήταν για να συνθλίψω τον κόσμο μες την παλάμη μου ως την απόσταξη και της τελευταίας σταγόνας του ιδρώτα από τα σωθικά του. Γιατί ιδρώνουν τα σωθικά του κόσμου. Ανεβαίνουν αναρριχώμενα τις αβύσσους της μνήμης. Τίποτα άλλο, μία προσωπική μόνο μυθολογία, χωρίς το κεφάλι της Μέδουσας. Με πέτρωνε πάντα. Απέφευγα τα πλοκάμια της, τα μάτια της καθώς απορροφούσαν την ομίχλη των δακρύων μου. Διχάλα πάνω στα ερείπια δεν θα ξανακλάψω . Η αιώρηση στην ισορροπία της νύχτας, θα στερέψει τα δάκρυά μου ως την πλήρη αναισθησία. Η νοσταλγία απονεκρώθηκε. Κομμάτια που αναζητώ στα θραύσματα της ευτυχίας, έκρηξη και ξεδίπλωμα μιας παλάμης χρωμάτων, των χρωμάτων της ελληνικής μου παιδικότητας ​. Τα ξεθάβω παντού, σε κάθε ταξίδι μου. Οι αχτίδες της επιστροφής καυτηρίασαν τις ουλές. Τώρα χορεύω στο φως του απογυμνωμένου μου εγώ. Κατάφερα να αποδράσω βγαίνοντας από τον κόλπο της οδύνης, υγρή και ματωμένη. Ο τοκετός ολοκληρώθηκε. Δεν ψάχνω για ένδυμα…Περιμένω να με εκθέσουν γυμνή στον Κιθαιρώνα της ταυτότητας μου.

Βρυξέλλες, Φλεβάρης 2017

Καραβάνι γενεθλίων!

Καθώς τελειώνει μία χρονιά και μπαίνω σε μία άλλη της ζωής μου, μεταίχμια μετράω και σημάδια! Λέξεις και εικόνες που έβγαλαν την πρώτη τους κραυγή μέσα μου, βύζαξαν μελάνι από τη ρώγα της πένας, και πρωτοπερπάτησαν ακροβατώντας πάνω σε λευκές σελίδες.
Πίσω στρέφω τη σκέψη μου . Μετράω ταξίδια, επιστροφές, παραμονές, αποσκευές, μετακομίσεις, αναχωρήσεις, βρεφικά κλάματα, καλοκαίρια και χειμώνες, εφηβικά σκιρτήματα, ενήλικες αγκαλιές…

Εικόνες της Ελλάδας, βαθιά σημάδια όλων των πόλεων και χωρών που έζησα και αγάπησα, εκεί που άφησα κομμάτια του εαυτού μου και πήρα πολύτιμους λίθους στιγμών , γνώσεων και αισθήσεων!!

Τραπεζάκια έξω στην ανοιξιάτικη Αθήνα, μυρωδιά από άσφαλτο και εξάτμιση, ανακατεμένη με ούζο και σουβλάκι. Φοιτητικές βόλτες τα βράδια στην Πλάκα: Ακόμη ζω με αυτή τη φαντασίωση, την αληθινή εικόνα!

Κρύα πρωινά στο Στρασβούργο με το Ρήνο να οριοθετεί τη δίψα για άγνωστο και την κορυφή του Καθεδρικού ως τρόπαιο ανάτασης!
“Ψηλά πάνω απ’ τη γέφυρα” και η μπάντα του δήμου μόνη λαϊκή διασκέδαση στο Λουξεμβούργο.
Παγοστρωμένοι δρόμοι στη Νορμανδία και δροσιστική κρύα παλίρροια για να μη σβήνει η Μεσόγειος! Και οι αγελάδες στα χωράφια για να μου θυμίζουν πως ανήκω κι εγώ στα θηλαστικά!
Μυρωδιά από πολυεθνικές ανάσες και ανώνυμο ιδρώτα στο παρισινό μετρό και τέρψη ψυχής στην έξοδο, εκεί που το στόμα του με ξεβράζει, στη φωτεινή είσοδο κάποιου μουσείου!

Χιονισμένα πρωινά στο Μόναχο, μαγικά, σαν παιδικά, Χριστούγεννα, μπυραρίες και μακριές ημέρες το καλοκαίρι! Μετρό! Πάλι μετρό! Άλλο μετρό!

Βιβλία, παιδικές φωνές στα προαύλια! Χαμόγελα από όλες τις φυλές του κόσμου στα σχολεία που δασκάλεψα! Υγρά σύννεφα στις Βρυξέλλες και βροχή αθόρυβη πίνοντας πρωινό καφέ! Χειμωνιάτικες μέρες που τελειώνουν πριν καλά καλά αρχίσουν στο Βέλγιο! Αίθουσες γεμάτες πολλά ζευγάρια μάτια που περιμένουν να μάθουν! Εκεί ρίχνω πάντα άγκυρα! Εδώ και χρόνια! Στα παιδικά μάτια!
Πακέτα κόλλες και πράσινοι κήποι από το παράθυρο! Ποιου σπιτιού; Δε θυμάμαι! 12 μετακομίσεις σε 26 χρόνια!
Αυτοκινητόδρομοι και διόδια! Η οικογένεια μου, ένα καραβάνι που έχει καλά μάθει και ακροβατικά και τέχνες, με θεατές κάθε είδους κοινό, εδώ και χρόνια!

Τα μάτια μου βλέπουν τον υπόλοιπο δρόμο… μπροστά!
Έχω ακόμη πολλά να ζήσω: όσο θα ζω, θέλω να συνεχίσω να βλέπω, να οσφρίζομαι, να ακούω, να αισθάνομαι, να γεμίζω με χρώματα και μουσικές, με βλέμματα και μυρωδιά ανώνυμου ιδρώτα …σε μονοπάτια και υπόγειες στοές πόλεων…Οδυσσέας σε αυτό το καραβάνι, κυνηγημένη από τη μυθοποίηση της σκιάς της δικής μου φυγής!

Νιώθω πως … το αντίθετο του “πεθαίνω” δεν είναι το “ζω”…Εύκολη υπόθεση η ανάσα! Είναι το “γερνάω φεύγοντας”…ως την Ιθάκη! Δύσκολη υπόθεση η ερωτική σχέση με το χωρόχρονο! Έρωτας της επιστροφής! Επιστροφή του έρωτα!

Βρυξέλλες, 17 Απρίλη 2018

ΕΝ ΠΛΩ

Επιβιβάστηκα. Είναι οι ώρες της αφόρητης σιωπής που οι σκέψεις εκτροχιάζονται στους λαβύρινθους του εγκεφάλου.
Δεν μπορείς να αγαπηθείς! Μου φώναξε μια φωνή. Πώς να αγαπηθείς στην άκρη της γέφυρας ; Τη στιγμή που φωνάζεις κάποιο χέρι να σε τραβήξει , ή έστω… χαριστικά να σε σπρώξει , πριν χάσεις την ισορροπία σου; Δράμα! Θείο ή σάτιρικο; θεατές οι ελπίδες σου, σκηνοθέτης το μυαλό σου, λίγο πριν ξυπνήσει και αρχίσει πάλι να σκέφτεται. Ποιος σου είπε πως μπορείς να φεύγεις και να έρχεσαι χωρίς να χτυπάς την πόρτα; Χωρίς να ζητάς την άδεια από το θυρωρό της καρδιάς σου, της καρδιάς τους; Χωρίς να ελέγχεις αν οι τοίχοι του μυαλού σου, αν οι διάδρομοι της σάρκας σου αντέχουν τόσα ρεύματα, τόσες θύελλες, τόσα σφιχταγκαλιάσματα στις αφίξεις και τόσα πικροδάκρυα στις αναχωρήσεις. Όλοι βαρέθηκαν το μελόδραμα….Μόνο εσύ επιμένεις να παίζεις ρόλο κορυφαίας αρχαίου δράματος. Δεν σκέφτηκες ποτέ πως η πύλη μιας καρδιάς μπορεί να ραζίσει κάποτε απο τόσα ανοιγοκλεισίματα;  Δεν έλεγξες αν τα μάνταλα των παραθύρων είναι καλά λαδωμένα ; Δεν αντέχουν τα αυτιά σου τόσους τριγμούς! Μεγάλωσες, μικρή μου, μικρούλα μου! Οι άλλοι δεν πρέπει να σε ακούσουν! Μια φυλακή έφτιαξες! Πρέπει να μάθεις να δραπετεύεις αθόρυβα! Ακροβατώντας ει δυνατόν…

Στο πλοίο της γραμμής που κάθε καλοκαίρι διασχίζει την Αδριατική, στέκεσαι στη γέφυρα. Καθώς απομακρύνεται βράδυ απ’το λιμάνι, βλέπεις την μπούκα πόρτα να σηκώνεται….Πού κλειδώσαμε το αυτοκίνητο; Κάτω τέρμα υπόγειο, κοντά στα φορτηγά! Κοινή μοίρα με τους φορτηγατζήδες …Σκέφτηκες ! Μεταφορά και διανομή φορτίων. Ο καθένας το δικό του! Δεν τους ρωτάς ποτέ τί κρύβουν στη μεταλλική κοιλιά του κήτους που σέρνουν ξωπίσω τους με τόση ευκολία, σχεδόν όλοι, με μια ελαφριά και προκλητική αυτοπεποίθηση . Φαντάζεσαι πως το κεφάλι τους είναι κομμάτι του φορτίου τους… Κάποιοι τους λένε αυθάδεις! Προσποιείσαι πως συμφωνείς με τους πολλούς, οι πολλοί πρέπει να έχουν δίκιο …αλλά μέσα σου, με το αναμμένο σου μάτι που δεν σβήνει ούτε σαν κοιμάσαι, μέσα σου, βαφτίζεις τη μαγκιά τους φόβο , τη λες φόβο που έγινε μειδίαμα, βαρεμάρα που έγινε καφές και φθηνό σήριαλ αναμονής, όσο καπνίζει ένα βαπόρι, όσο ρουφιέται ενα τσιγάρο, όσο τρίζει το κατάστρωμα!

Κρίμα! Θα το πάρουμε τελευταίο, μόλις φτάσουμε! Ποιο; Το αυτοκίνητο! Κάνεις πως δεν ακούς; Πεζός προβληματισμός για να γεμίζουν τα κενά δευτερόλεπτα της σκέψης που κρέμεται μετέωρη μεταξύ γης και ουρανού ! Η μπούκα πόρτα σφαλίζει και φυλακίζει στα σπλάχνα του πλοίου όλη την κάψα του καλοκαιριού, αργά, νωχελικά σαν τη χελώνα που πέφτει σε νάρκη μες το καβούκι της ! Αποθηκεύεις στ’αμπάρι του ηλιοβασιλέματα για να’χεις κάτι να ρουφάνε τα μάτια σου, όπως ρουφάει κανείς αγαπησιάρικα ένα γλυκό, ζεστό καφέ. Ξαναβουτάς με τον αναπνευστήρα του ονείρου σου σε νερά και κύματα. Τα κύτταρα σου παραδίδονται στο χάδι του αγεριού .Ύστερα, καθώς αρχίζει να σε παγώνει, τούτο τ’αγέρι γίνεται θαρρείς μια ανοιχτή παλάμη που’χει την αποκοτιά να σε χαστουκίσει. Τότε, σ’εκεινο πάντα το σημείο, στο ίδιο σημείο, σε κάθε δρομολόγιο, διαστέλλεις με δύναμη τις κόρες των ματιών σου για να γεννηθεί νέο φως από το πρώτο και διακρίνεις, στην αντίπερα όχθη,την πόλη σου. Τα μάτια σου θαμπώνουν χωρίς να μπορείς να ξεδιαλύνεις αν είναι απ’το χτύπημα τ’αγεριού ή απο κάτι που δεν ξεριζώνεται μέσα σου. Σε κατοίκησε τάχα τ’αγέρι και πήρε το πηδάλιο της καρδιάς σου; Ακουμπάς στην κουπαστή με το’ να χέρι και με τ’ άλλο, το δεξί, οπλισμένο με την αποφασιστικότητα της πυξίδας, δείχνεις το σπίτι σου. Το διακρίνεις για μιαν ακόμη φορά, για μιαν ακόμη διαδρομή. Τεντώνεις το δείκτη σου σα βελόνα. Θέλεις η προέκταση του να σε εκσφενδονίσει και να σε καρφώσει, σα βέλος από σάρκα, για πάντα, στο πατρικό μπαλκόνι, να βλέπεις γεμάτα πλοία, να φαντάζεσαι επιβάτες , αποσκευές, λιμάνια αλαργινά. ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΑΣ! Φωνάζεις…Κανείς δεν σε άκουσε . ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ! Αλλάζεις μόνο τον κτήτορα, τούτη τη φορά. Λες και φοβάσαι…Λες ο,τι ήταν δικό σου να’γινε και δικό τους; Δυο τουρίστες σε παρατηρούν σαστισμένοι. What?….Κατεβάζεις το τόξο της νοσταλγίας και το βέλος της πεθυμιάς…

Επιβίβαση

Επιβίβαση

(Αφιερωμένο γλυκόπικρα σε όσους παίρνουν συχνά το αεροπλάνο για να επιστρέψουν στην πατρίδα τους και σ’ αυτούς που αδικοχάθηκαν από άνανδρα χτυπήματα)

Η κόκκινη βαλίτσα με τις ρόδες σέρνεται ξωπίσω σου σαν ερπετό. Τα φώτα της εισόδου εκθαμβωτικά. Διαβάζεις τον πίνακα ανακοινώσεων. Σε ενδιαφέρουν μόνο οι αναχωρήσεις. Πάντα. Όλοι οι προορισμοί παρελαύνουν μπροστά στα μάτια σου. Πεκίνο, Λονδίνο, , Μπουένος Άιρες. Κάθετοι και εμβόλιμοι. Το βλέμμα σου πέφτει στην Αθήνα και ευθυγραμμίζεται. Οι άλλοι τόποι μένουν μακρινές γεωγραφίες. Η Αθήνα, τελική ευθεία. Οριζόντια προσμονή.

Προχωράς με σταθερό βήμα ως την υπάλληλο που σου φαίνεται η πιο γελαστή. Δεν έχεις χρόνο για χάσιμο. Ζυγίζει τη βαλίτσα σου και την τοποθετεί πάνω στον ιμάντα. Βλέπεις να την καταπίνει ενα στόμα ανοιχτό σαν χοάνη. Είναι η στιγμή που με την κάρτα επιβίβασης στο χέρι, νιώθεις πιο ελαφριά. Έχει ήδη αρχίσει η πτήση εδάφους……. Αποχωρίζεσαι την αποσκευή σου και τη φαντάζεσαι κιόλας να νεκρανασταίνεται από το άλλο στόμα της χοάνης, στην άφιξη. Χαζή είσαι; Ποτέ σου δεν κατάλαβες πού μπαίνει και από πού βγαίνει η βαλιτσα σου! Θέλεις να κρατάς αυτό το μυστήριο. Να μη δεις ποτέ τα χέρια που την παίρνουν και αυτά που την παραλαμβάνουν. Να ειναι άραγε χέρια; Το πώς μεταφέρεται είναι συνώνυμο μιας βουτιάς στο κενό. Είσαι πάντα σχεδόν σίγουρη πως θα την ξαναβρείς. Αυτό σου φτάνει! Στα ρουθούνια σου καπνός από εκρηκτικά, μυρίζουν έντονα ακόμη, σαν να μην πέρασε ένας χρόνος! Στα αυτιά σου κραυγές θυμάτων. Η είσοδος αυτή είναι στοιχειωμένη. Πόσοι σκοτώθηκαν εδώ πέρυσι; Ποιά χοάνη τους κατάπιε; Το μυαλό σου ξαφνικά θολώνει. Ανοίγεις το βήμα σου για να φτάσεις σε ασφαλέστερο σημείο. Μετά τον πρώτο έλεγχο.

Περνάς αδιάφορη μπροστά από τις δερμάτινες τσάντες, τα ρούχα, τα μπιζού. Δεν κατάλαβες ποτέ γιατί στέκεσαι μπροστά στα αρώματα. Ισως γιατί μοιάζουν με ποιήματα κλεισμένα σε μπουκαλάκια. Θέλεις πάντα να επιβεβαιώσεις αν ο τίτλος ταιριάζει με το περιεχόμενο: “La vie est belle” Lancôme! Γίνεται το άρωμά σου. Λόγω τίτλου! Κοροϊδεύεις τον εαυτό σου! Να’ ναι άραγε τόσο όμορφο αυτό το άρωμα όσο η ζωή ή μήπως η ζωή τόσο όμορφη όσο το άρωμα; Μυρίζουν έντονα, όλα τα πατσουλιά ανακατεμένα. Ανεβαίνουν ως το ταβάνι του κρανίου σου και σε ζαλίζουν. Στον ένα καρπό μια σταγόνα απο το ένα, στον άλλο μια σταγόνα από το άλλο, χρόνια τώρα. Κατω απ’το αυτί σου, ένα τρίτο. Ξέρεις πως δε θα’ χουν ξεθυμάνει ως την Αθήνα. Γελάς με τα χάλια σου και τη γυναικεία σου ματαιοδοξία που έχει βαλθεί να ξυπνήσει!

Ρίχνεις κλεφτές ματιές στο ρολόι βαδίζοντας ως τον έλεγχο ασφαλείας. Μόνιμό σου άγχος μήπως γίνεις ρεζίλι και στόχος συνάμα, αν κάτι από αυτά που φοράς κάνει εκείνο το μπιπ μπιπ που, μερικές φορές, σε πισωγυρίζει…Τούτη τη φορά δε βούιξες..πάλι καλά…γυρίζεις το βλέμμα πάντα θριαμβευτικά προς τον επιβάτη που έρχεται ακριβώς πίσω σου και, παίρνοντας τη χειραποσκευή σου, περιμένεις σαδιστικά να δεις αν θα….βουίξει…Σε πιάνουν τα γέλια από μέσα σου! Μα καλά, για τρομοκράτη ψάχνεις; Και θέλεις να είναι ο επόμενος από σένα για να ανέβει η αδρεναλίνη σου; Θες κι εσύ να σε ρουφήξει η χοάνη; Σώνει και καλά;

Επιταχύνεις το βήμα για να φτάσεις ως την έξοδο που θα επιβιβαστείς. Κάθεσαι με το πρόσωπο προς τους διαδρόμους προσγείωσης και απογείωσης. Πάντα. Το βλέμμα σου πηγαινοέρχεται από τους διαδρόμους στους συνεπιβάτες σου και από τους συνεπιβάτες σου στο ρολόι. Ψάχνεις επίμονα μήπως βρεις κάποιο γνωστό. Σκέφτεσαι πως για τρεις ώρες και κάτι θα έχεις κοινή μοίρα με αυτούς που περιμένουν μαζί σου. Ή θα φτάσετε όλοι μαζί ή ……όλοι μαζί! Χαμογελάς. Έλα βρε! Πότε δεν έφτασες; Σιγά μη δε φτάσεις και τώρα! Αδειάζεις την αγωνία σου στην πιο κοντινή τουαλέτα την οποία έχεις εντοπίσει από ώρα. Τη ρουφάει η χοανη του υπονόμου… και επιβιβάζεσαι με το χαμόγελο της ανακούφισης!

“Bon voyage !” ακούς πίσω σου!
ΗΒ

Βρυξέλλες, 4 Ιούνη 2017

 

ΑΠΟΣΚΕΥΗ

ΑΠΟΣΚΕΥΗ
Φαντασία. Πήρες το χρώμα που έχουν τα όνειρα λίγο πριν ξεθωριάσουν και σβηστούν για πάντα. Λίγο πριν το σπασμένο εκκρεμές συνεχίσει την αναμονή χωρίς να βγει ούτε μια σταγόνα δάκρυ. Κατέβασες τη βαλίτσα σου από το σκονισμένο, όλο το χειμώνα, πάνω ράφι της ντουλάπας. Τινάζεις με τα δύο σου χέρια τη σκόνη ενός ολοκλήρου χρόνου. Πάντα με τα χέρια. Ιεροτελεστικά. Φέτος είναι η ίδια στιγμή με πέρυσι, χρόνια τώρα. Το ίδιο στιγμιότυπο, σχεδόν απροκάλυπτα φωτογραφικό, η ίδια βαλίτσα. Πάντα με ρόδες για να νιώθεις πιο ελαφριά στην επιστροφή και πιο γρήγορη στην αναχώρηση. Παντα με ενα διακριτικό σημάδι για να μην τη χάσεις μες το πλήθος. Δυο γνωστοί άγνωστοι, εσύ και η αποσκευή σου, όπως δυο μακρινοί αγαπημένοι που ανακοινώνουν πώς θα είναι ντυμένοι στην πρώτη συνάντηση . Σαν ένα προάγγελο του ερωτικού αφοπλισμού! “Θα ειμαι ντυμένη με λευκό πουκάμισο. Θα κρατώ κόκκινη βαλίτσα, θα με γνωρίσεις!”

Ίδια βαλίτσα που σε ενώνει σαν μίτος με το εκεί, που σε δένει σαν θηλιά με το εδώ. Είναι αδύνατον να προσδιορίσεις αν το εκεί σου είναι πιο κοντινό από το εδώ. Η βαλίτσα σου είναι το άλλοθι των χιλιομέτρων. Πώς μπορείς να τα καλύψεις χωρίς αποσκευη; Προέκταση του χαμένου στο χάρτη μυαλού σου και εξιλαστήρια δύναμη!

Δεν θυμάσαι τί πρέπει να πάρεις μαζί σου. Γυμνή θα ήθελες να πέσεις στο θαλασσινό νερό. Χωρίς ένδυμα θα ήθελες να φτάσεις ως την αγκαλιά της μάνας σου. Γεμίζεις τη βαλίτσα σου με τους χειμωνιάτικους μώλωπες για να τους απλώσεις να ξεθωριάσουν στο δικό σου ήλιο . Κρύβεις προσεκτικά στα τσεπάκια της όλες σου τις επιθυμίες, γιατί δεν θες ποτέ να γειάνουν. Τις σφαλίζεις για να τις αφήσεις να πετάξουν μια μια μπροστά στην χελιδονοφωλιά του πατρικού σπιτιού. Έτσι επιστρέφουν μες την παλάμη σου, κάθε χρόνο! Χρόνια τώρα!

“Πάλι τόσα πολλά ρούχα παίρνεις; Όλο υπερβολές κάνεις! Σε όλα των άκρων! Δεν θα τα χρειαστείς όλα ! “.

Κάνεις μια παύση. Από το τζάμι του δωματίου σου βλέπεις το δρόμο. Αρχίζει να αδειάζει. Ενα περιστέρι κάθεται στα κάγκελα του μπαλκονιού σου και κάποιο απότομο φρενάρισμα το διώχνει μακρυά τρομαγμένο. Κάνει ζέστη και εδώ, όπως κάνει και στο σπίτι σου, τούτο το καλοκαίρι. Μια σταγόνα ιδρώτας ταξιδεύει στη ραχοκοκκαλιά σου. Η βαλίτσα σου είναι ανοιχτή πάνω στο κρεβάτι. Τα μισά σου πράγματα πεταμένα στο στρώμα , όπως πάντα, τα υπόλοιπα τοποθετημένα με κάποια τάξη. Πέφτεις με την πλάτη πάνω στα σκορπισμένα ρούχα και, χωρίς να το θέλεις, κλαις. Ασταμάτητα. Έχεις ήδη φύγει πρώτου να φτάσεις.
Απαρηγόρητος Ορφέας η ψυχή σου, νιώθει πως χάνει την Ευρυδίκη του πριν προλάβει να τη βγάλει από τον Άδη.
Φεύγεις αύριο! Μην Κλαις! Όλοι εκεί σε καρτερούν! Καθε χρόνο. Χρόνια τώρα! Ολοι εκεί σε αγαπούν!
Κι εδώ;

HB
Βρυξέλλες, 1-6-2017

Πτήση

Πτήση

Περπατάς με σίγουρο βήμα προς την είσοδο του αεροσκάφους. Βλέπεις ακόμα τη γη. Πατάς το πόδι σου στην ανοιχτή κοιλιά του μεταλλικού πουλιού. Δυο χαμογελαστές αεροσυνοδοί διασκεδάζουν το κενό της αναμονής. Να τις έχουν άραγε μάθει να χαμογελάν με το ζόρι; Είναι φυσικό αυτό το χαμόγελο που φοριέται μετά από τόσες πρόβες; Είναι φυσική τούτη η επιδερμική αυτοπεποίθηση; Ρίχνεις μια λοξή ματιά στο πιλοτήριο. Κάποιες σπαρμένες άσπρες τρίχες στο κεφάλι του πιλότου σε καθησυχάζουν κάπως. Βρίσκεις το κάθισμά σου. Παράθυρο. Σου αρέσει αυτή η θέση. Ειδικά στην προσγείωση. Τότε που όλα γιγαντώνονται σταδιακά στα μάτια και το μυαλό σου! Δένεσαι. Παρατηρείς αυτούς που κάθονται στην ίδια με σένα σειρά. Δεν ξεκουράζεις το μυαλό σου ούτε κι εδώ; Σε τούτο το κλειστό για τρεις ώρες απρόσωπο κουβούκλιο; Εδώ που όλα είναι προσωρινά, φευγάτα; Τί σε ενδιαφέρει ποιος κάθεται δίπλα σου;

Ακούς τη φωνή του πιλότου: ” Η άφιξη μας στην Αθήνα προβλέπεται σε δύο ώρες και σαράντα λεπτά. Enjoy your Flight! ” Για να το λέει αυτός, κάτι θα ξέρει! Σκέφτεσαι! Το αεροσκάφος απογειώνεται. Η καρδιά σου χτυπάει δυνατά. Βλέπεις τη γη να χάνεται. Μαζί της και τα αποκυήματα του ανθρώπινου μυαλού που επιστρέφουν στη φθαρτή μηδαμινότητά τους. Δίπλα σου, ένας καλοντυμένος κύριος διαβάζει εφημερίδα. Δεν κατάλαβες ποτέ πώς για κάποιους η απογείωση είναι μια τόσο σκανδαλωδώς αδιάφορη διαδικασία. Ο κύριος διαβάζει την εφημερίδα με μια προκλητικά, ερμητικά κλειστή ματιά. Τα δρώμενα του αεροσκάφους δεν τον αφορούν. Μπορεί να απογειώνεται κάθε μέρα! Σκέφτηκες. Η ανατροπή του νόμου της βαρύτητας δεν του προκαλεί πλέον καμία αίσθηση: Ούτε ταχυπαλμια, ούτε φόβο, ούτε καν μια μετριοπαθή έκσταση…
Αναρωτιέσαι αν θα μπορούσες να πιάσεις κουβέντα μαζί του. “Όχι ” απαντάς στον εαυτό σου. Τον έχεις ηδη κατατάξει σε εναν παγερά αδιάφορο ψυχότυπο. Ο κύκλος της περιέργειας έχει ήδη κλείσει… πρωτού καν ανοίξει. Τρία καθίσματα πιο κει, ένας νεαρός έχει ήδη αποκοιμηθεί με το στόμα ανοιχτό…

Τώρα πετάς στα 33000 πόδια. Θα ήθελες να βρισκόσουν για λίγο καθισμένη στο φτερό, για να δεις την εξωτερική πραγματικότητα. Εκείνη που κανείς δε νιώθει ….Αυταπάτη και η πτήση λοιπόν…αφού δεν τη ζεις απ’εξω, αλλά σχεδόν σαν από κλειστό κύκλωμα παρατήρησης. Σαν από οθόνη. Μήπως τελικά ο τύπος με την εφημερίδα, δίπλα σου, έχει δίκιο που διαβάζει; Αρχίζεις να ρίχνεις ματιές στο ανυπόμονο ρολόι σου! Πετάς πάνω από τις Άλπεις. Ο Αννίβας τις πέρασε πάνω σε ελέφαντες! Σκέφτεσαι! Εσύ στην καμπίνα κάποιου Airbus. Άλλοι καιροί, αλλα ήθη…”O tempora, o mores!” Φωνάζεις μέσα σου!

Μετά τις Δαλματικές ακτές και την Αλβανία, το αεροσκάφος εισέρχεται στον ελληνικό εναέριο χώρο. Δεν τον εισπνέεις, σε εισπνέει. Σύγκορμη. Είναι σαν οι λαμαρίνες να λιώνουν ξαφνικά στον ήλιο, όπως τα φτερά του Ικάρου. Καστοριά. Βόλος. Διακρίνεις τη Σκιάθο, τη Σκόπελο, την Αλόνησο. Απλώνεις το χέρι σου. Θέλεις να τις αγγίξεις με τις ιδρωμένες άκρες των δακτύλων σου. Θυμάσαι τους στίχους του ποιητή:

“Τότε είπεν και γεννήθηκεν η θάλασσα
και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κάτ’εικόνα και ομοίωσή μου
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
Και γαλήνιοι αμφορείς και λοξές δελφινιών ράχες…
ΑΥΤΟΣ Ο ΚΌΣΜΟΣ Ο ΜΙΚΡΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ”

Ο μπλαζέ τύπος δίπλα σου έχει ακόμη τη μύτη στην εφημερίδα του. Το αεροσκάφος αρχίζει την κάθοδο προς το αεροδρόμιο της Αθήνας. Σταδιακά όλα μεγαλώνουν. Η Αθήνα, ηλιόλουστη πλανεύτρα μάγισσα παίρνει στον κόρφο της το σιδερένιο πουλί. Γατζώνεται στα σπλαχνα της με τα νύχια του . Ο μπλαζέ τύπος τυλίγει την εφημερίδα και την αφήνει στο μπροστά από το κάθισμα τσεπάκι. Τεντώνεται και βγάζει το κινητό απ’ την τσέπη του.

Η πόρτα του αεροσκάφους ανοίγει. Βγαίνεις στο φως και, κατεβαίνοντας τη σκάλα, ο αέρας μπαίνει ολάκερος μέσα σου. Τον ρουφάς με βουλιμία. Αχόρταγα. Ερωτικά. Τίποτα ποτέ δεν άφησες να σε διαπεράσει με τόσο γνώριμο πάθος, με τόση θέρμη.

Επέστρεψες…
HB
7-6-2017

Ηλικία

Ηλικία

Γράφεις για τον πόνο που σέρνει ξωπίσω της κάθε ρυτίδα, κάθε ανάσα του λεπτοδείκτη, καθώς κονταροχτυπιέται η ζωή με το θάνατο στ’ αλώνια της ηδονικής υπέρβασης.
Ήρθες! Επιτέλους! Πέρυσι τέτοια εποχή άφησες το στερνοπούλι βυζανιάρικο, στην κούνια. Τεσσάρων μηνών θα ήταν. Τώρα περπατάει.
Έτσι καταλαβαίνεις το πόσο τα κύτταρα σου έχουν παλέψει εκατομμύρια φορές σ’αυτο το διάστημα για να μην πεθάνουν…Πέθαναν όμως εκείνα που άφησες στο πλατύσκαλο, όταν τους φίλησες όλους, πριν φύγεις. Πριν ένα χρόνο. Νέα κύτταρα τα έσπρωξαν στον Καιάδα της αναπηρίας.
Δεν υπάρχουν πατερίτσες για το χρόνο…καμία αναπηρία. Εκείνος περπατά όπως θέλει. Με εγωιστικά ισοπεδωτική φιλαρέσκεια, με σίγουρο βήμα από ατσάλινη θέληση. Κάποτε, όταν τυχαία ακούει τη μουσική της καρδιάς, χορεύει κιόλας,
Η μικρή βάζει, απο τούτο το χειμώνα , κάθε μήνα σερβιέτες τα σκέλια της. Ο μεγαλύτερος από τ’ αγόρια , φίλησε κοριτσίστικα χείλη φέτος για πρώτη φορά…Τον Άτιμο! Πότε κιόλας; Ποια; ποια; ρωτάς…Δεν σου αποκαλύπτει κανένα παιδί την ταυτότητα της…χάσμα χωρίζει εφηβεία και ωριμότητα…ενα χάσμα, ένα αδυσώπητα υπέροχο χάσμα: το μυστικό!
Θα το θυμάται για πάντα…σκέφτηκες. Όπως κι εσύ αυτή την ίδια στιγμή του πρώτου φιλιού…Πριν πόσα χρονια; Ήταν νύχτα γιορτής. Το δικό σου μυστικό έχει φυλακίσει την αλμύρα των χειλιών του στ’αμπάρια της καρδιάς. Το στόμα , τα χέρια, τα λόγια…Το πρόσωπο; Ναι…Καλοκαίρι ήταν και τότε!
“Γεράσαμε !!!”…Ακούς κάποιους να λένε στο τέλος του δείπνου…κουνάς το κεφάλι αναζητώντας απεγνωσμένα επιβεβαίωση για το αντίθετο, ανάμεσα στο μειδίαμα και το δάκρυ…στον χείμαρρο της άκρης των ματιών, εκεί που θα’θελες να σταθεί κάποιο στόμα για να ξεδιψάσει. Αυτό το φιλί έχει απομείνει ανεκπλήρωτο. Ερωτική φαντασίωση. Χαμογελάς…
..”Εεε όχι και γεράσαμε! Δεν κλειδώσαμε ακόμη όλα τα όνειρα μας! ” Αυτό δεν το είπες. Το κρατάς μέσα σου στο ίδιο αμπάρι με την αλμύρα του πρώτου φιλιού, όπως η γη πίνει τη βροχή, οπως η μήτρα φυλακίζει το σπέρμα. Αναμένεις τον ερχομό μιας άλλης ηλικίας, στην ώρα της, της ηλικίας του φιλιού στις άκρες των ματιών. Ωραίος καρπός ώριμου καιρού!

Ελένη Καλλίστου

Κάτω Αχαΐα 28 Ιούλη 2017