Ο τεμπέλης
Με χτύπησαν η Τεμπελιά και η μελαγχολία/
Νειρεύομαι στην κλίνη μου πιστάγκωνα δεμένος/
Λαγός κοιμάμαι στο στιφάδο ξεκοκκαλιασμένος/
Ή όπως ο Δων Κιχώτης στην σκοτεινή μανία/
Της Ιταλίας τους πολέμους εδώ περιφρονώ/
Για τον θρόνο της Βοημίας πλήρως αδιαφορώ/
Μόνο υμνώ την ομορφιά τούτης της αεργίας/
Εκεί σαν θάβεται η ψυχή σ’ώρες μονοτονίας/
Τόσο γλυκιά, ελκυστική μοιάζει η χαρά μου τούτη/
Που νιώθω πως στον ύπνο μου θα’ρθουν όλα τα πλούτη/
Με τούτα την κοιλάρα μου την βλέπω να φουσκώνει
Τόσο μισώ και την δουλειά που με γλαρά ματάκια/
Με το’να χέρι ξέσκεπο, αγαπητέ Αντώνη,/
Βαριέμαι ως και τούτα να σου γράψω τα στιχάκια.