Επιβίβαση
(Αφιερωμένο γλυκόπικρα σε όσους παίρνουν συχνά το αεροπλάνο για να επιστρέψουν στην πατρίδα τους και σ’ αυτούς που αδικοχάθηκαν από άνανδρα χτυπήματα)
Η κόκκινη βαλίτσα με τις ρόδες σέρνεται ξωπίσω σου σαν ερπετό. Τα φώτα της εισόδου εκθαμβωτικά. Διαβάζεις τον πίνακα ανακοινώσεων. Σε ενδιαφέρουν μόνο οι αναχωρήσεις. Πάντα. Όλοι οι προορισμοί παρελαύνουν μπροστά στα μάτια σου. Πεκίνο, Λονδίνο, , Μπουένος Άιρες. Κάθετοι και εμβόλιμοι. Το βλέμμα σου πέφτει στην Αθήνα και ευθυγραμμίζεται. Οι άλλοι τόποι μένουν μακρινές γεωγραφίες. Η Αθήνα, τελική ευθεία. Οριζόντια προσμονή.
Προχωράς με σταθερό βήμα ως την υπάλληλο που σου φαίνεται η πιο γελαστή. Δεν έχεις χρόνο για χάσιμο. Ζυγίζει τη βαλίτσα σου και την τοποθετεί πάνω στον ιμάντα. Βλέπεις να την καταπίνει ενα στόμα ανοιχτό σαν χοάνη. Είναι η στιγμή που με την κάρτα επιβίβασης στο χέρι, νιώθεις πιο ελαφριά. Έχει ήδη αρχίσει η πτήση εδάφους……. Αποχωρίζεσαι την αποσκευή σου και τη φαντάζεσαι κιόλας να νεκρανασταίνεται από το άλλο στόμα της χοάνης, στην άφιξη. Χαζή είσαι; Ποτέ σου δεν κατάλαβες πού μπαίνει και από πού βγαίνει η βαλιτσα σου! Θέλεις να κρατάς αυτό το μυστήριο. Να μη δεις ποτέ τα χέρια που την παίρνουν και αυτά που την παραλαμβάνουν. Να ειναι άραγε χέρια; Το πώς μεταφέρεται είναι συνώνυμο μιας βουτιάς στο κενό. Είσαι πάντα σχεδόν σίγουρη πως θα την ξαναβρείς. Αυτό σου φτάνει! Στα ρουθούνια σου καπνός από εκρηκτικά, μυρίζουν έντονα ακόμη, σαν να μην πέρασε ένας χρόνος! Στα αυτιά σου κραυγές θυμάτων. Η είσοδος αυτή είναι στοιχειωμένη. Πόσοι σκοτώθηκαν εδώ πέρυσι; Ποιά χοάνη τους κατάπιε; Το μυαλό σου ξαφνικά θολώνει. Ανοίγεις το βήμα σου για να φτάσεις σε ασφαλέστερο σημείο. Μετά τον πρώτο έλεγχο.
Περνάς αδιάφορη μπροστά από τις δερμάτινες τσάντες, τα ρούχα, τα μπιζού. Δεν κατάλαβες ποτέ γιατί στέκεσαι μπροστά στα αρώματα. Ισως γιατί μοιάζουν με ποιήματα κλεισμένα σε μπουκαλάκια. Θέλεις πάντα να επιβεβαιώσεις αν ο τίτλος ταιριάζει με το περιεχόμενο: “La vie est belle” Lancôme! Γίνεται το άρωμά σου. Λόγω τίτλου! Κοροϊδεύεις τον εαυτό σου! Να’ ναι άραγε τόσο όμορφο αυτό το άρωμα όσο η ζωή ή μήπως η ζωή τόσο όμορφη όσο το άρωμα; Μυρίζουν έντονα, όλα τα πατσουλιά ανακατεμένα. Ανεβαίνουν ως το ταβάνι του κρανίου σου και σε ζαλίζουν. Στον ένα καρπό μια σταγόνα απο το ένα, στον άλλο μια σταγόνα από το άλλο, χρόνια τώρα. Κατω απ’το αυτί σου, ένα τρίτο. Ξέρεις πως δε θα’ χουν ξεθυμάνει ως την Αθήνα. Γελάς με τα χάλια σου και τη γυναικεία σου ματαιοδοξία που έχει βαλθεί να ξυπνήσει!
Ρίχνεις κλεφτές ματιές στο ρολόι βαδίζοντας ως τον έλεγχο ασφαλείας. Μόνιμό σου άγχος μήπως γίνεις ρεζίλι και στόχος συνάμα, αν κάτι από αυτά που φοράς κάνει εκείνο το μπιπ μπιπ που, μερικές φορές, σε πισωγυρίζει…Τούτη τη φορά δε βούιξες..πάλι καλά…γυρίζεις το βλέμμα πάντα θριαμβευτικά προς τον επιβάτη που έρχεται ακριβώς πίσω σου και, παίρνοντας τη χειραποσκευή σου, περιμένεις σαδιστικά να δεις αν θα….βουίξει…Σε πιάνουν τα γέλια από μέσα σου! Μα καλά, για τρομοκράτη ψάχνεις; Και θέλεις να είναι ο επόμενος από σένα για να ανέβει η αδρεναλίνη σου; Θες κι εσύ να σε ρουφήξει η χοάνη; Σώνει και καλά;
Επιταχύνεις το βήμα για να φτάσεις ως την έξοδο που θα επιβιβαστείς. Κάθεσαι με το πρόσωπο προς τους διαδρόμους προσγείωσης και απογείωσης. Πάντα. Το βλέμμα σου πηγαινοέρχεται από τους διαδρόμους στους συνεπιβάτες σου και από τους συνεπιβάτες σου στο ρολόι. Ψάχνεις επίμονα μήπως βρεις κάποιο γνωστό. Σκέφτεσαι πως για τρεις ώρες και κάτι θα έχεις κοινή μοίρα με αυτούς που περιμένουν μαζί σου. Ή θα φτάσετε όλοι μαζί ή ……όλοι μαζί! Χαμογελάς. Έλα βρε! Πότε δεν έφτασες; Σιγά μη δε φτάσεις και τώρα! Αδειάζεις την αγωνία σου στην πιο κοντινή τουαλέτα την οποία έχεις εντοπίσει από ώρα. Τη ρουφάει η χοανη του υπονόμου… και επιβιβάζεσαι με το χαμόγελο της ανακούφισης!
“Bon voyage !” ακούς πίσω σου!
ΗΒ
Βρυξέλλες, 4 Ιούνη 2017