Πτήση
Περπατάς με σίγουρο βήμα προς την είσοδο του αεροσκάφους. Βλέπεις ακόμα τη γη. Πατάς το πόδι σου στην ανοιχτή κοιλιά του μεταλλικού πουλιού. Δυο χαμογελαστές αεροσυνοδοί διασκεδάζουν το κενό της αναμονής. Να τις έχουν άραγε μάθει να χαμογελάν με το ζόρι; Είναι φυσικό αυτό το χαμόγελο που φοριέται μετά από τόσες πρόβες; Είναι φυσική τούτη η επιδερμική αυτοπεποίθηση; Ρίχνεις μια λοξή ματιά στο πιλοτήριο. Κάποιες σπαρμένες άσπρες τρίχες στο κεφάλι του πιλότου σε καθησυχάζουν κάπως. Βρίσκεις το κάθισμά σου. Παράθυρο. Σου αρέσει αυτή η θέση. Ειδικά στην προσγείωση. Τότε που όλα γιγαντώνονται σταδιακά στα μάτια και το μυαλό σου! Δένεσαι. Παρατηρείς αυτούς που κάθονται στην ίδια με σένα σειρά. Δεν ξεκουράζεις το μυαλό σου ούτε κι εδώ; Σε τούτο το κλειστό για τρεις ώρες απρόσωπο κουβούκλιο; Εδώ που όλα είναι προσωρινά, φευγάτα; Τί σε ενδιαφέρει ποιος κάθεται δίπλα σου;
Ακούς τη φωνή του πιλότου: ” Η άφιξη μας στην Αθήνα προβλέπεται σε δύο ώρες και σαράντα λεπτά. Enjoy your Flight! ” Για να το λέει αυτός, κάτι θα ξέρει! Σκέφτεσαι! Το αεροσκάφος απογειώνεται. Η καρδιά σου χτυπάει δυνατά. Βλέπεις τη γη να χάνεται. Μαζί της και τα αποκυήματα του ανθρώπινου μυαλού που επιστρέφουν στη φθαρτή μηδαμινότητά τους. Δίπλα σου, ένας καλοντυμένος κύριος διαβάζει εφημερίδα. Δεν κατάλαβες ποτέ πώς για κάποιους η απογείωση είναι μια τόσο σκανδαλωδώς αδιάφορη διαδικασία. Ο κύριος διαβάζει την εφημερίδα με μια προκλητικά, ερμητικά κλειστή ματιά. Τα δρώμενα του αεροσκάφους δεν τον αφορούν. Μπορεί να απογειώνεται κάθε μέρα! Σκέφτηκες. Η ανατροπή του νόμου της βαρύτητας δεν του προκαλεί πλέον καμία αίσθηση: Ούτε ταχυπαλμια, ούτε φόβο, ούτε καν μια μετριοπαθή έκσταση…
Αναρωτιέσαι αν θα μπορούσες να πιάσεις κουβέντα μαζί του. “Όχι ” απαντάς στον εαυτό σου. Τον έχεις ηδη κατατάξει σε εναν παγερά αδιάφορο ψυχότυπο. Ο κύκλος της περιέργειας έχει ήδη κλείσει… πρωτού καν ανοίξει. Τρία καθίσματα πιο κει, ένας νεαρός έχει ήδη αποκοιμηθεί με το στόμα ανοιχτό…
Τώρα πετάς στα 33000 πόδια. Θα ήθελες να βρισκόσουν για λίγο καθισμένη στο φτερό, για να δεις την εξωτερική πραγματικότητα. Εκείνη που κανείς δε νιώθει ….Αυταπάτη και η πτήση λοιπόν…αφού δεν τη ζεις απ’εξω, αλλά σχεδόν σαν από κλειστό κύκλωμα παρατήρησης. Σαν από οθόνη. Μήπως τελικά ο τύπος με την εφημερίδα, δίπλα σου, έχει δίκιο που διαβάζει; Αρχίζεις να ρίχνεις ματιές στο ανυπόμονο ρολόι σου! Πετάς πάνω από τις Άλπεις. Ο Αννίβας τις πέρασε πάνω σε ελέφαντες! Σκέφτεσαι! Εσύ στην καμπίνα κάποιου Airbus. Άλλοι καιροί, αλλα ήθη…”O tempora, o mores!” Φωνάζεις μέσα σου!
Μετά τις Δαλματικές ακτές και την Αλβανία, το αεροσκάφος εισέρχεται στον ελληνικό εναέριο χώρο. Δεν τον εισπνέεις, σε εισπνέει. Σύγκορμη. Είναι σαν οι λαμαρίνες να λιώνουν ξαφνικά στον ήλιο, όπως τα φτερά του Ικάρου. Καστοριά. Βόλος. Διακρίνεις τη Σκιάθο, τη Σκόπελο, την Αλόνησο. Απλώνεις το χέρι σου. Θέλεις να τις αγγίξεις με τις ιδρωμένες άκρες των δακτύλων σου. Θυμάσαι τους στίχους του ποιητή:
“Τότε είπεν και γεννήθηκεν η θάλασσα
και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κάτ’εικόνα και ομοίωσή μου
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
Και γαλήνιοι αμφορείς και λοξές δελφινιών ράχες…
ΑΥΤΟΣ Ο ΚΌΣΜΟΣ Ο ΜΙΚΡΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ”
Ο μπλαζέ τύπος δίπλα σου έχει ακόμη τη μύτη στην εφημερίδα του. Το αεροσκάφος αρχίζει την κάθοδο προς το αεροδρόμιο της Αθήνας. Σταδιακά όλα μεγαλώνουν. Η Αθήνα, ηλιόλουστη πλανεύτρα μάγισσα παίρνει στον κόρφο της το σιδερένιο πουλί. Γατζώνεται στα σπλαχνα της με τα νύχια του . Ο μπλαζέ τύπος τυλίγει την εφημερίδα και την αφήνει στο μπροστά από το κάθισμα τσεπάκι. Τεντώνεται και βγάζει το κινητό απ’ την τσέπη του.
Η πόρτα του αεροσκάφους ανοίγει. Βγαίνεις στο φως και, κατεβαίνοντας τη σκάλα, ο αέρας μπαίνει ολάκερος μέσα σου. Τον ρουφάς με βουλιμία. Αχόρταγα. Ερωτικά. Τίποτα ποτέ δεν άφησες να σε διαπεράσει με τόσο γνώριμο πάθος, με τόση θέρμη.
Επέστρεψες…
HB
7-6-2017