Άλλοι μαζεύουν

Άλλοι μαζεύουν
Κι αλλοι σκορπίζουν
Άλλοι δουλεύουν
Κι άλλοι θερίζουν

Άλλοι σκυφτοί αναστενάζουν
Κι άλλοι ορθοί τους διατάζουν

Καρτερικά υποταγμένοι
Όλοι εμείς οι στρατευμένοι
Σε κάποιο κόμμα
Σε κάποιο δόγμα
Πως θα μας σώσουν ευελπιστούμε
Χωρίς ανάσα για να σκεφτούμε…
Χωρίς βουλή για να σωθούμε

Δεμένοι πάντα στο ίδιο ψέμα
Το αγορασμένο μόνο με αίμα…

Στον Σπάρτακο

Στον Σπάρτακο

Πώς είχες τούτη την αποκοτιά;
Εξέγερση για λευτεριά;
Πατρίκιοι αυτοί
Δούλος εσύ…

Όπλα και λάφυρα ν’ αρπάξεις
Των σκλάβων το δίκιο να φωνάξεις;
Εξέγερση για λευτεριά;
Σκλάβος εσύ χωρίς γενιά
Σε πατρίκιους να υψώσεις τη γροθιά;

Σκότωσες, άρπαξες, έκαψες
Σε σταύρωσαν γιατί δεν έσκυψες
Δούλε μωρέ, παραλογίσθης!
Στην Αππία οδό μετά ανόμων ελογίσθης…

Έπρεπε αλλιώς να αποφασίσεις
Έρμους τους σκλάβους να αφήσεις
Κρυφά να συνθηκολογήσεις
Αξιώματα κι εσύ να λάβεις
Πολιτικό έργο να αναλάβεις!

Συγλκητικός με κόκκινη πορφύρα
Για του λαού θα αγόρευες τη μοίρα!

 

ΕΝ ΠΛΩ

Επιβιβάστηκα. Είναι οι ώρες της αφόρητης σιωπής που οι σκέψεις εκτροχιάζονται στους λαβύρινθους του εγκεφάλου.
Δεν μπορείς να αγαπηθείς! Μου φώναξε μια φωνή. Πώς να αγαπηθείς στην άκρη της γέφυρας ; Τη στιγμή που φωνάζεις κάποιο χέρι να σε τραβήξει , ή έστω… χαριστικά να σε σπρώξει , πριν χάσεις την ισορροπία σου; Δράμα! Θείο ή σάτιρικο; θεατές οι ελπίδες σου, σκηνοθέτης το μυαλό σου, λίγο πριν ξυπνήσει και αρχίσει πάλι να σκέφτεται. Ποιος σου είπε πως μπορείς να φεύγεις και να έρχεσαι χωρίς να χτυπάς την πόρτα; Χωρίς να ζητάς την άδεια από το θυρωρό της καρδιάς σου, της καρδιάς τους; Χωρίς να ελέγχεις αν οι τοίχοι του μυαλού σου, αν οι διάδρομοι της σάρκας σου αντέχουν τόσα ρεύματα, τόσες θύελλες, τόσα σφιχταγκαλιάσματα στις αφίξεις και τόσα πικροδάκρυα στις αναχωρήσεις. Όλοι βαρέθηκαν το μελόδραμα….Μόνο εσύ επιμένεις να παίζεις ρόλο κορυφαίας αρχαίου δράματος. Δεν σκέφτηκες ποτέ πως η πύλη μιας καρδιάς μπορεί να ραζίσει κάποτε απο τόσα ανοιγοκλεισίματα;  Δεν έλεγξες αν τα μάνταλα των παραθύρων είναι καλά λαδωμένα ; Δεν αντέχουν τα αυτιά σου τόσους τριγμούς! Μεγάλωσες, μικρή μου, μικρούλα μου! Οι άλλοι δεν πρέπει να σε ακούσουν! Μια φυλακή έφτιαξες! Πρέπει να μάθεις να δραπετεύεις αθόρυβα! Ακροβατώντας ει δυνατόν…

Στο πλοίο της γραμμής που κάθε καλοκαίρι διασχίζει την Αδριατική, στέκεσαι στη γέφυρα. Καθώς απομακρύνεται βράδυ απ’το λιμάνι, βλέπεις την μπούκα πόρτα να σηκώνεται….Πού κλειδώσαμε το αυτοκίνητο; Κάτω τέρμα υπόγειο, κοντά στα φορτηγά! Κοινή μοίρα με τους φορτηγατζήδες …Σκέφτηκες ! Μεταφορά και διανομή φορτίων. Ο καθένας το δικό του! Δεν τους ρωτάς ποτέ τί κρύβουν στη μεταλλική κοιλιά του κήτους που σέρνουν ξωπίσω τους με τόση ευκολία, σχεδόν όλοι, με μια ελαφριά και προκλητική αυτοπεποίθηση . Φαντάζεσαι πως το κεφάλι τους είναι κομμάτι του φορτίου τους… Κάποιοι τους λένε αυθάδεις! Προσποιείσαι πως συμφωνείς με τους πολλούς, οι πολλοί πρέπει να έχουν δίκιο …αλλά μέσα σου, με το αναμμένο σου μάτι που δεν σβήνει ούτε σαν κοιμάσαι, μέσα σου, βαφτίζεις τη μαγκιά τους φόβο , τη λες φόβο που έγινε μειδίαμα, βαρεμάρα που έγινε καφές και φθηνό σήριαλ αναμονής, όσο καπνίζει ένα βαπόρι, όσο ρουφιέται ενα τσιγάρο, όσο τρίζει το κατάστρωμα!

Κρίμα! Θα το πάρουμε τελευταίο, μόλις φτάσουμε! Ποιο; Το αυτοκίνητο! Κάνεις πως δεν ακούς; Πεζός προβληματισμός για να γεμίζουν τα κενά δευτερόλεπτα της σκέψης που κρέμεται μετέωρη μεταξύ γης και ουρανού ! Η μπούκα πόρτα σφαλίζει και φυλακίζει στα σπλάχνα του πλοίου όλη την κάψα του καλοκαιριού, αργά, νωχελικά σαν τη χελώνα που πέφτει σε νάρκη μες το καβούκι της ! Αποθηκεύεις στ’αμπάρι του ηλιοβασιλέματα για να’χεις κάτι να ρουφάνε τα μάτια σου, όπως ρουφάει κανείς αγαπησιάρικα ένα γλυκό, ζεστό καφέ. Ξαναβουτάς με τον αναπνευστήρα του ονείρου σου σε νερά και κύματα. Τα κύτταρα σου παραδίδονται στο χάδι του αγεριού .Ύστερα, καθώς αρχίζει να σε παγώνει, τούτο τ’αγέρι γίνεται θαρρείς μια ανοιχτή παλάμη που’χει την αποκοτιά να σε χαστουκίσει. Τότε, σ’εκεινο πάντα το σημείο, στο ίδιο σημείο, σε κάθε δρομολόγιο, διαστέλλεις με δύναμη τις κόρες των ματιών σου για να γεννηθεί νέο φως από το πρώτο και διακρίνεις, στην αντίπερα όχθη,την πόλη σου. Τα μάτια σου θαμπώνουν χωρίς να μπορείς να ξεδιαλύνεις αν είναι απ’το χτύπημα τ’αγεριού ή απο κάτι που δεν ξεριζώνεται μέσα σου. Σε κατοίκησε τάχα τ’αγέρι και πήρε το πηδάλιο της καρδιάς σου; Ακουμπάς στην κουπαστή με το’ να χέρι και με τ’ άλλο, το δεξί, οπλισμένο με την αποφασιστικότητα της πυξίδας, δείχνεις το σπίτι σου. Το διακρίνεις για μιαν ακόμη φορά, για μιαν ακόμη διαδρομή. Τεντώνεις το δείκτη σου σα βελόνα. Θέλεις η προέκταση του να σε εκσφενδονίσει και να σε καρφώσει, σα βέλος από σάρκα, για πάντα, στο πατρικό μπαλκόνι, να βλέπεις γεμάτα πλοία, να φαντάζεσαι επιβάτες , αποσκευές, λιμάνια αλαργινά. ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΑΣ! Φωνάζεις…Κανείς δεν σε άκουσε . ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ! Αλλάζεις μόνο τον κτήτορα, τούτη τη φορά. Λες και φοβάσαι…Λες ο,τι ήταν δικό σου να’γινε και δικό τους; Δυο τουρίστες σε παρατηρούν σαστισμένοι. What?….Κατεβάζεις το τόξο της νοσταλγίας και το βέλος της πεθυμιάς…

Απόσταση

Απόσταση

Σημαδεμένα, παγωμένα, αντίκρυ τα κορμιά τους…
Αναμένουν να γεφυρωθεί, με ένα βήμα, η απόσταση
Κανείς δεν δραπετεύει…
Στέκουν ορθοί, αιμορραγώντας
Ενεργό ναρκοπέδιο στα τρεμάμενα πόδια τους
Παγιδεύονται εκεί…
Ένα βήμα μπροστά
Δεν αποτολμούν
Οι νάρκες του πάθους ελλοχεύουν
Ένα βήμα πίσω
Δεν αρχίζουν
Ο βάρβαρος εχθρός καραδοκεί, θριαμβευτής:
Χρόνος το όνομά του.

Μάης 2016

ΣΤΟΝ ΑΣΤΕΓΟ

Ξεχασμένος στην άκρη του δρόμου
Ο ρόλος σου στο θέατρο του παραλόγου της πόλης
Τελευταία φιγούρα στο θέατρο σκιών της εγκατάλειψης
Κάποτε με άδειο κορμί
Με βλέμμα μαύρο
Περιμένεις την άνοιξη της ανθρωπιάς
Τα ασφάλτινα πόδια τους βιαστικά σε προσπερνούν
Τα κρύα ματια σου ατενίζουν διστακτικά τον ορίζοντα
Σήμερα δεν χόρτασες την πείνα σου
Η δίψα σου δεν έσβησε
Το άτυχο κορμί της χαμένης σκέψης σου
Κουφάρι εχει απομείνει άταφο
Στην άκρη του δρόμου, ξεχασμένος

Έτρεξες
Χόρτασες την πείνα σου αγκαλιάζοντας το ματωμένο κορμί του κοριτσιού
Έσβησες τη δίψα σου αφαιρώντας τους ήλους
Είσαι ο άνθρωπος που έψαχνα με τη λυχνία
Αιώνες τώρα
Σε λάθος μέρη
Δεν ήξερα πως τα ασφάλτινα πόδια μου, κάθε μέρα, στο ίδιο μέρος..
Σε προσπερνούσαν
Τώρα πια
“Άνθρωπον έχω”
Δεν είμαι μόνη!

Βρυξέλλες, 25 Μάη 2017

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΕΒΕΖΑ

Κάθε επαναγραφη κειμένου είναι ιεροσυλία, αλλά και φόρος τιμής προς το έργο και τον συγγραφέα του. Επιτρέψτε μου λοιπόν μία ιεροσυλία και έναν φόρο τιμής προς τον Αρκά ποιητή, Κώστα Καρυωτακη. Μπορείτε να με λογοκρίνετε ελεύθερα για τις εικονοκλαστικές μου προθέσεις απέναντι στο γνωστό του ποίημα “Πρέβεζα”!!!

Ελλάδα

Θάνατος είναι οι βουλευτάδες που χτυπιούνται
Στα μαύρα έδρανα για δύο κοψίδια
Θάνατος οι βουλευτινες που αγαπιούνται
Καθώς να Καθαρίζουνε κρεμμύδια

Θάνατος οι αισχροί , παράνομοι νόμοι
Για τα λαμπρά, μεγάλα σχέδιά τους
Οι σύμμαχοί μας, γύρω οι πόλεμοι κι ακόμη,
η τρόικα, θάνατος μες τους θανάτους

Θάνατος ο μετανάστης που ματώνει
Για να κερδίσει μιά “ελλειπή” μερίδα
Θάνατος οι υποσχέσεις στο μπαλκόνι
Κι ο δάσκαλος χωρίς ελπίδα

Σήψις, φθορά, αγοραπωλησία Ελλάδος
Την Κυριακή τα θλιβερά μαντάτα
Επήρα ένα βιβλιάριο τραπέζης
Πρώτη κατάθεσις ευρώ φευγάτα

Περπατώντας σκυφτά στην προκυμαία
“Υπάρχω” λες κι’ ύστερα δεν “υπάρχεις”
Φτάνει το πλοίο, υψωμένη η σημαία
Ίσως έρχεται ο κύριος πλανητάρχης

Και συνεχίζει ο ποιητής με μία στροφή γεμάτη πικρή ειρωνεία, που παραθέτω ατόφια:

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία
Σιωπηλοί, θλιμμένοι με σεμνούς τρόπους
Θα διασκεδαζαμε όλοι στην κηδεία.

ΜΕΙΝΕ

Σου απαγορεύω να φύγεις!
Μείνε!
Κι αν δεν αντέχεις τη σιωπή
Να κραυγασεις…
Όπως το ξεχασμένο στην έρημο θηρίο
Λίγο πριν την τελευταία ανατολή!

Βρυξέλλες, 24-5-2016

To the happy few

To the happy few

Vous, les peu nombreux,
Les bienheureux
Je vous supplie
De rester les yeux fermés
Devins aveugles
Nouveaux Tirésias
Négateurs de vieux oracles sinistres
Bienheureux prophètes
d’une vision éblouissante!

To the happy few

To the happy few

Εσείς, οι ελάχιστοι,
oι μακάριοι
Σας ικετεύω
να παραμείνετε με τους οφθαλμούς κλειστούς
Τυφλοί μάντεις
Νέοι Τιρεσειες
Αρνητές παλιών δυσοίωνων χρησμών
Μακάριοι προφήτες
Ενός εκθαμβωτικου οράματος!

 

Μάης 2016

Ικεσία

Ικεσία

Κύριε
Προς σε εκέκραξα…
Σε ικετεύω
Να με πλάσεις εκ νέου
Σώμα και πνεύμα
Εικόνα και ομοίωσή σου
Μετουσιώνοντας
Τις κραυγές απελπισίας
Σε ωδές ελπίδας
Τις λέξεις πάθους
Σε ποιήματα έκστασης
Και το ύδωρ του μίσους
Σε οίνο αγάπης
Για να μεθώ
Τις ώρες της ερήμωσης…

Βρυξέλλες, 29-5-2016